- λιθοκτονία
- λιθοκτονία, ἡ (Α)ο θάνατος με λιθοβολισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -κτονία (< -κτόνος< κτείνω), πρβλ. πατρο-κτονία, παιδο-κτονία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθοκτονίη — λιθοκτονία death by stoning fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek